Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η καλλιτεχνική μορφή

  • 1 образ

    образ м} 1) η εικόνα, η μορφή· художественный \образ η καλλιτεχνική μορφή 2) (спо· соб) ο τρόπος* \образ жизни о τρόπος ζωής' каким \образом? πώς; με ποιο τρόπο; таким \образом έτσι, μ' αυτό τον τρόπο никоим \образом με κανένα τρόπο ◇ главным \образом κυρίως
    * * *
    м
    1) η εικόνα, η μορφή

    худо́жественный о́браз — η καλλιτεχνική μορφή

    2) ( способ) ο τρόπος

    о́браз жи́зни — ο τρόπος ζωής

    каки́м о́бразом? — πώς; με ποιο τρόπο

    таки́м о́бразом — έτσι, μ'αυτό τον τρόπο

    нико́им о́бразом — με κανένα τρόπο

    ••

    гла́вным о́бразом — κυρίως

    Русско-греческий словарь > образ

  • 2 форма

    форм||а
    ж
    1. (внешний вид) τό σχήμα, ἡ μορφή:
    в \формае шара σέ σφαιρικό σχήμα· придавать \формау δίνω σχήμα, δίνω μορφή· принимать \формау παίρνω τό σχήμα, παίρνω τή μορφή· в письменной \формае γραπτά [-ως]·
    2. (вид, структура) ἡ μορφή:
    \форма правления ἡ μορφή διακυβέρνησης· \формаы работы οἱ μορφές ἐργασίας·
    3. тех. ὁ τύπος, ἡ φόρμα/ τό καλούπι (для отливки):
    \форма для шляп τό καλούπι (или ἡ φόρμα) καπέλλων
    4. лит., иск. ἡ μορφή, ἡ φόρμα:
    художественная \форма ἡ καλλιτεχνική μορφή · единство \формаы и содержания ἡ ἐνότητα μορφής καί περιεχομένου·
    5. (одежда) ἡ στολή:
    школьная \форма ἡ σχολική στολή· пара́дная \форма ἡ ἐπίσημη (или ἡ μεγάλη) στολή·
    6. канц. ὁ τύπος, τό σχήμα:
    по \формае σύμφωνα μέ τόν τύπο·
    7. грам. ὁ τύπος, ἡ μορφή:
    глагольные \формаы οἱ φωνές τῶν ρημάτων ◊ быть не в \формае δέν εἶμαι σέ φόρμα.

    Русско-новогреческий словарь > форма

  • 3 художественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о.
    καλλιτεχνικός•

    -ая литература λογοτεχνία, φιλολογία•

    -ое произведение καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο•

    -ые школы οι σχολές Καλώντεχνών•

    художественный руководитель театра ο θιασάρχης•

    -ое исполнение η καλλιτεχνική εκτέλεση•

    -ая гимнастика καλλιτεχνική γυμναστική•

    -ая выставка καλλιτεχνική έκθεση•

    -ое мастерство καλλιτεχνική μαστοριά•

    художественный образ καλλιτεχνικός τύπος ή μορφή•

    художественный вкус καλλιτεχνικό γούστο•

    -ое дарование καλλιτεχνικό προίκισμα.

    εκφρ.
    - ая самодеятельность – καλλιτεχνική ερασιτεχνία.

    Большой русско-греческий словарь > художественный

  • 4 образ

    образ I
    м
    1. (облик, вид) ἡ εἰκό-να [-ών], ἡ μορφή·
    2. (характер, склад) ὁ τρόπος:
    \образ жизни ὁ τρόπος ζωής, ὁ τρόπος του ζήν \образ мыслей ὁ τρόπος τής σκέψης·
    3. (способ) ὁ τρόπος:
    некоторым \образом τρόπον τινά, κατά κάποιο τρόπο· главным \образом κυρίως, πρό παντός, κατ' ἐξοχήν равным \образом κατά τόν ίδιο τρόπο· каким \образом? μέ ποιό τρόπο;, μέ τί τρόπο;· никоим \образом μέ κανένα τρόπο, κατ' ού-δένα τρόπο· таким \образом ἐτσι, κατ' αὐτό τόν τρόπο·
    4. лит., иск. ἡ είκόνα [-ών], ἡ παράσταση [-ις]:
    мыслить \образами σκέπτομαι παραστατικἄ художественный \образ ἡ καλλιτεχνική είκόνά ◊ обстоятельство \образа действия грам. ὁ τροπικός προσδιορισμός· по \образу и подобию (чьему-л.) κατ· είκόνα καί ὁμοίωση.
    образ II
    м церк. ἡ είκόνα [-ών], τό εἰκόνισμα.

    Русско-новогреческий словарь > образ

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • φορμαλισμός — Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη …   Dictionary of Greek

  • φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος …   Dictionary of Greek

  • παραστάδα — η / παραστάς, άδος, ΝΑ αρχιτ. 1. (στον εν. και πληθ.) τετράγωνη κολόνα χωρίς ραβδώσεις, κατασκευασμένη κατά την προέκταση τού τοίχου σε καθεμιά από τις μακριές πλευρές ενός κτίσματος, οικίας ή ναού, προς την πρόσοψή του 2. τετράγωνη κολόνα στην… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»